- ηρωικως
- ἡρωϊκῶς(ῐ) героически
(τελευτᾶν Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τελευτᾶν Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἡρωικῶς — ἡρωικός of the heroes adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηρωικός — ή, ό (Α ἡρωϊκός, ή, όν) [ήρως] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ήρωα ή στους ήρωες («κατά τους ηρωικούς χρόνους») 2. αυτός που αρμόζει σε ήρωα («ηρωική αρετή») νεοελλ. αυτός που έχει ιδιότητες ήρωα, ο γενναίος μέχρι σημείου αυτοθυσίας αρχ.… … Dictionary of Greek
ԴԻՒՑԱԶՆԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0636 Chronological Sequence: 6c մ. ἠρωϊκῶς heroice, fortiter, generose Իբրեւ դիւցազն. արիաբար. առաքինաբար. *Զողբերգութիւնն դիւցազնաբար վերծանեսցուք. Թր. քեր.: *Ոչ էր բնաւորեալ խաշնարած երբէք լինել, դիւցազնաբար տածեաց. Փիլ. նխ. ՟բ.: ա. ա … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)